Ένας παθητικός καπνιστής

Monday, October 04, 2010

| |
Ο Νίκος ήταν, μέχρι σήμερα, ένας μανιώδης παθητικός καπνιστής. Όχι, δεν έτρωγε τον καπνό των άλλων στα μούτρα χωρίς τη θέλησή του ούτε καταπιεζόταν απ’ την αμφιλεγόμενη συνήθεια των συμπολιτών του. Απλώς, ως αυθεντικός τσιγγούνης, ο Νίκος προτιμούσε πάντα να καπνίζει απ’ τον καπνό των άλλων. Στις τουαλέτες του σχολείου, σε ταβέρνες, καφετέριες και μπαρ ή στα σπίτια των φίλων του. Πλέον, ανήκει σε μια παρεξηγημένη μειονότητα που επιβιώνει στη βαριά σκιά των γεγονότων κι όπως κάθε παράπλευρη απώλεια, αγνοείται εγκληματικά απ’ τις δυνάμεις που συγκρούονται. Κινδυνεύει έτσι, να συντριβεί ανάμεσα στις συμπληγάδες των ακούσιων ευεργετών του και των αυτόκλητων σωτήρων του.

«Όχι, δεν έχω βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα μου. Από τότε που θυμάμαι τους φίλους μου να κάνουν τις πρώτες τζούρες στην κατάληψη, είμαι συνειδητά παθητικός καπνιστής και στ’ αλήθεια το απολαμβάνω. Δηλαδή το απολάμβανα. Ακούγεται περίεργο, αλλά όλος αυτός ο καπνός, κοκτέιλ από διάφορες ποικιλίες και τύπους, χωρίς το παραμικρό οικονομικό κόστος με έκανε να νιώθω νικητής, σα να ανοίγω το λάπτοπ εκεί που στέκομαι και κλατς, να βρίσκω ανοικτό δίκτυο. Εσείς δε θα κατεβάζατε όσες πιο πολλές τσόντες με νάνους μπορείτε; Φυσικά, όποτε μπορούσα απέφευγα να παίρνω καφέ ή ποτό στα μαγαζιά που πήγαινα για να ρουφήξω καπνό. Αλλιώς θα έμπαινα μέσα στα σίγουρα και όλο το εγχείρημα θα έχανε το νόημά του. Ομολογώ ότι είναι μια κακή συνήθεια, αλλά, τουλάχιστον, δεν είναι πιο κακή απ’ το ίδιο το κάπνισμα. Εγώ δεν κάνω κακό σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό μου. Δε βαριέσαι, όμως. Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Ποιος θα ασχοληθεί σοβαρά μ’ εμάς τους παθητικούς;»




Αυτές τις ημέρες (βρισκόμαστε στον Οκτώβριο του 2010), αρχίζει να εφαρμόζεται η νέα (θα είναι άραγε κι η τελευταία;) εκδοχή του νόμου που απαγορεύει το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους με ελάχιστες εξαιρέσεις πλέον. Συγκεκριμένα, καζίνο και καταστήματα άνω των 300 τμ, δηλαδή κάποια μπουζούκια, λαϊβάδικα και γαμοβαφτισάδικα έχουν οκτώ μήνες προθεσμία να διαχωρίσουν το χώρο τους σε καπνιστών και μη πριν αρχίσουν να πληρώνουν πρόστιμα (και καλά). Ο Νίκος δε συχνάζει σ’ αυτά τα μέρη, αφού η οικονομική του κατάσταση δεν του επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες.

«Πώς θα διασκεδάζουμε εμείς τώρα; Που θα πηγαίνουμε για λίγο δανεικό καπνό; Έξω απ’ τα μαγαζιά δεν είναι το ίδιο. Ο καπνός μπερδεύεται με καυσαέριο, άσε που χάνεται πολύ γρήγορα στην ατμόσφαιρα. Εντάξει, για κάνα οχτάμηνο θα μπορούσαμε ν’ αλλάξουμε στέκια. Αλλά, ξέρετε πόσο πάει μια συναυλία σήμερα; Ένα μπουκάλι ουίσκι στα μπουζούκια; Σε γάμους και βαφτίσια πρέπει να πάρεις δώρο. Κι αν το μαγαζί είναι μικρό; Μένεις με τη μπομπονιέρα στο χέρι. Στο καζίνο, πάλι, ίσως και να πάω. Είναι και το ποτό τσάμπα και ρεφάρεις κάπως. Αλλά δεν πρέπει να παίξεις καθόλου γιατί... Είναι βέβαια κι οι λέσχες. Είναι καταγώγια κι ο καπνός γίνεται ντουμάνι. Παράδεισος. Αλλά εκεί δε μπορείς να μην παίξεις κι αν κάτσεις σε τραπέζι την έβαψες. Ξεβράκωτος θα φύγεις. Δύσκολη κατάσταση. Και μέσα στη γαμημένη την κρίση! Μια παρηγοριά είχαμε κι εμείς...»

Τα μέτρα που απαγορεύουν το κάπνισμα σε κλειστούς δημόσιους χώρους ανακοινώνονται και ακυρώνονται εδώ και πολλά χρόνια από διάφορες κυβερνήσεις και υπουργούς. Σε κάθε ανακοίνωση τα τασάκια εξαφανίζονται απ’ τα τραπέζια, πριν κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους, δειλά δειλά, μόλις γίνει αντιληπτή η έλλειψη σοβαρότητας και η απροθυμία να εφαρμοστεί ο νόμος. Παροιμιώδης είναι η αποτυχία του μέτρου με τις διαφορετικές άδειες, τότε που κάποιος μπορούσε (υπό προϋποθέσεις) με μία αίτηση στο Δήμο, να διατηρεί μαγαζί που λειτουργεί νόμιμα ως «Καπνιστών». Η όλη διαδικασία δεν προχώρησε ποτέ πέρα απ’ το πρώτο στάδιο. Όλ’ αυτά έχουν ως αποτέλεσμα τα μέτρα να προκαλούν γέλιο και δυσπιστία στο άκουσμά τους, ενώ τα νεύρα των πραγματικών θυμάτων αυτής της υπόθεσης, των αληθινών παθητικών καπνιστών, πάνε να σπάσουν.

«Κοντεύω να τρελαθώ μ’ αυτήν την κατάσταση τόσα χρόνια τώρα. Σήμερα μου κόβουν τη μοναδική μου απόλαυση, αύριο μου την κόβουν, κάθε φορά νομίζω ότι είναι η τελευταία. Και μη νομίζετε ότι οι ενεργητικοί μας βλέπουν με συμπάθεια. Έχετε δει πως σε κοιτάζει στο καζίνο ο διπλανός αν κερδίσεις στον κουλοχέρη; Σα να του παίρνεις τα δικά του λεφτά. Έτσι και μ’ εμάς όταν μας πάρουν χαμπάρι. Εντάξει, είναι δικός τους ο καπνός. Αλλά αυτοί τον απελευθερώνουν στον αέρα κι εμείς νιώθουμε σαν τους παλιατζήδες που ψάχνουν στα σκουπίδια για παλιοσίδερα. Αυτό είμαστε. Παλιατζήδες. Κι εξαερισμός. Είμαστε ο εξαερισμός αυτού του σάπιου συστήματος, αλλά κανείς ποτέ δε ρωτά αν το φίλτρο μας χρειάζεται καθάρισμα. Παλιώνουμε και μας πετάνε χωρίς να μας κοιτάξουν καν. Αν υπήρχαν περισσότεροι από εμάς δεν θα υπήρχε το πρόβλημα εξαρχής. Δέκα πραγματικοί παθητικοί να είμασταν σε κάθε χώρο θα ρουφούσαμε μόνοι μας τον καπνό από εκατό άτομα. Αυτό είναι. Θα ‘πρεπε να μας πληρώνουν, να μας προσλαμβάνουν στα μαγαζιά. Να κάνουμε κι εμείς το χόμπι μας δουλειά σαν τους συγγραφείς. Να έχουμε ασφάλιση. Αρχίδια! Οι ασφαλιστικές δε θα το επέτρεπαν ποτέ αυτό. Το έχουμε καταλάβει το παιχνίδι τους...»

Ο Νίκος δε θέλησε να μας μιλήσει περισσότερο. «Φτάνει», είπε, «Με βλέπουν όλοι σα φρικιό και κρατάν τον καπνό τους μέσα όταν περνώ από δίπλα. Κάποιος με έδειξε με αηδία και με αποκάλεσε λαθροκαπνιστή... Σε λίγο θα μας πουν και κλέφτες.» Πριν φύγει, του άναψα ένα τσιγάρο και τον παρότρυνα να δοκιμάσει μήπως και του αρέσει. Το αρνήθηκε ευγενικά. «Εδώ δεν το άρχισα στο στρατό», μου είπε φεύγοντας, «Θα το αρχίσω τώρα;» Κι ύστερα, ο περήφανος αυτός παθητικός καπνιστής χάθηκε αθόρυβα στο σκοτάδι ενός ξενυχτάδικου για τις τελευταίες ελεύθερες τζούρες του.

The editor inhales

* Η φωτογραφία των τύπων που απολαμβάνουν το τσιγάρο τους μακριά από ενοχλητικούς παθητικούς καπνιστές είναι απ’ τη σελίδα του χρήστη peteSwede στο flickr (www.flickr.com/photos/dubswede).